- κάθυδρος
- κάθυδροςvery waterymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάθυδρος — κάθυδρος, ον (Α) γεμάτος νερό («κάθυδρος κρατήρ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. άν υδρος, έν υδρος] … Dictionary of Greek
κάθυδρον — κάθυδρος very watery masc/fem acc sg κάθυδρος very watery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύδροις — κάθυδρος very watery masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύδρου — κάθυδρος very watery masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύδρους — κάθυδρος very watery masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύδρων — κάθυδρος very watery masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθύδρῳ — κάθυδρος very watery masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθυδροι — κάθυδρος very watery masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek